- τανίφυλλος
- -ον, Αβλ. τανύφυλλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τανίφυλλος — with long foliage masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανίφυλλον — τανίφυλλος with long foliage masc/fem acc sg τανίφυλλος with long foliage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανύφυλλος — και τανίφυλλος, ον, Α 1. (για δένδρα, ιδίως για την ελιά) αυτός που έχει επιμήκη φύλλα 2. αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού αμάρτυρου επιθ. *τανύς (βλ. λ. τείνω) + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. καλλί φυλλος. Για το θ. τού α… … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek